- βασανιζομένου
- βασανίζωrub upon the touch-stonepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
φάλαγγας — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. βασανιστήριο, κατά το οποίο τα πόδια τού βασανιζόμενου δένονται ανάμεσα σε δύο ξύλα και δέχονται στα πέλματα χτυπήματα με ράβδο ή άλλο σκληρό αντικείμενο 2. το όργανο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή τού βασανιστηρίου αυτού… … Dictionary of Greek